- χαρίζομαι
- ΝΜΑ [χάρις]1. κάνω χάρη σε κάποιον, τόν ευνοώ (α. «μην τού χαριστείς σε καμία περίπτωση» β. «ποίησε χαριζόμενος Διί», Θέογν.)2. (γενικά) συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω, συναινώ (α. «δεν χαρίζεται εύκολα» β. «δίεμαι μὲν χαρίσασθαι, δίεμαι δ' ἀντία φάσθαι», Αισχύλ.)νεοελλ.φρ. «περνάει ζωή χαρισάμενη» — ζει άνετα και χαρούμεναμσν.-αρχ.1. προσφέρω, δωρίζω («δῶρον ἐχαρίζετο», πάπ.)2. απαλλάσσω κάποιον από ποινή ή οφειλή, δίνω σε κάποιον χάρη («οὐκ ἔστιν ἔθος Ῥωμαίοις χαρίζεσθαί τινα ἄνθρωπον εἰς ἀπώλειαν», ΚΔ)αρχ.1. ενδίδω σε επιθυμία ή σε πάθος («ἴσως δὲ καὶ ποιοῦσιν αὐτὰ τῇ ἡδονῇ χαριζόμενοι», Ξεν.)2. (για γυναίκα) ενδίδω στον έρωτα ενός άνδρα («ὥστε τινὰς τολμᾶν λέγειν ὡς αἰσχρὸν χαρίζεσθαι ἐρασταῖς», Πλάτ.)3. υποχωρώ στις απαιτήσεις κάποιου4. συγχωρώ («χαρίσασθέ μοι τὴν ἀδικίαν ταύτην», ΚΔ)5. παθ. είμαι αγαπητός σε κάποιον6. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κεχαρισμένος, -η, -ονπροσφιλής, αγαπητός («δῶρα θεοῖς κεχαρισμένα», Ομ. Ιλ.).
Dictionary of Greek. 2013.